Η βιταμίνη D και η σημασία της στη διατήρηση της υγείας μας

0
501

Η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία έχει την ιδιότητα να παράγεται στο ανθρώπινο σώμα υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVB) με την έκθεση του δέρματος στο ηλιακό φως και γι΄ αυτό μερικές φορές αναφέρεται σαν «βιταμίνη του ήλιου».

Επίσης περιέχεται σε μερικά τρόφιμα, ωστόσο οι διατροφικές πηγές είναι περιορισμένες. Ορισμένα τρόφιμα εμπλουτίζονται με βιταμίνη D, ώστε να διευκολύνεται η διατροφική της πρόσληψη, ενώ υπάρχουν και συμπληρωματικές μορφές χορήγησης (συμπληρώματα βιταμίνης D). Τρόφιμα που εκ φύσεως περιέχουν βιταμίνη D είναι κυρίως τα λιπαρά ψάρια (σκουμπρί, σολομός, σαρδέλα, κλπ), μερικά ηπατέλαια (μουρουνέλαιο), ο κρόκος του αυγού και μικρές σχετικά ποσότητες περιέχονται σε μερικά εμπλουτισμένα γάλατα και μαργαρίνες, ενώ ο εμπλουτισμός ίσως διευρυνθεί και σε άλλα τρόφιμα.

H βιταμίνη που παράγεται στο σώμα μας ή προσλαμβάνεται από τις τροφές πρέπει να υποστεί, στη συνέχεια, δύο μετατροπές (στο ήπαρ και στους νεφρούς) ώστε να προκύψει ο ενεργός μεταβολίτης της, η καλσιτριόλη, να γίνει δηλαδή δραστική.

Είναι κυρίως γνωστή λόγω του σημαντικού βιολογικού της ρόλου στο μεταβολισμό του ασβεστίου και τη σκελετική υγεία, αφού διευκολύνει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο και συμβάλλει (με την παραθορμόνη) στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων του στην κυκλοφορία του αίματος. Έτσι η βιταμίνη αυτή είναι μέρος ενός συνόλου παραγόντων που σχετίζονται με την ομαλή επιμετάλλωση των οστών και την πρόληψη της οστεοπόρωσης.

Σοβαρή έλλειψη της βιταμίνης μπορεί να επιφέρει ραχίτιδα σε βρέφη και μικρά παιδιά και οστεομαλακία στους ενήλικες, καταστάσεις που έχουν να κάνουν με την ανεπαρκή επιμετάλλωση των οστών.

Γυναίκες σε περίοδο εγκυμοσύνης ή θηλασμού μπορεί να έχουν αυξημένες ανάγκες βιταμίνης.

Τα τελευταία χρόνια η βιταμίνη D είναι ένα θέμα που απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα και πλήθος μελετών δημοσιεύονται, λόγω του γεγονότος ότι φαίνεται να έχει ευεργετικό ρόλο στη συνολική υγεία και στην πρόληψη διαφόρων νοσημάτων, πέραν της γνωστής δράσης της σε ότι αφορά την υγεία των οστών.

Ποιες άλλες καταστάσεις φαίνεται να σχετίζονται με τη βιταμίνη D;

Σημαντικός αριθμός ερευνών δείχνει ότι ίσως η βιταμίνη D σχετίζεται με την πρόληψη ή τη θεραπεία κάποιων καταστάσεων όπως σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι και ΙΙ, υπέρτασης, πολλαπλής σκλήρυνσης και άλλων, ενώ έχει προταθεί ότι ίσως συμβάλλει στην πρόληψη κάποιων μορφών καρκίνου (παχέος εντέρου, προστάτη, μαστού). Περισσότερη επιστημονική τεκμηρίωση είναι απαραίτητη, όμως οι ειδικοί πιστεύουν ότι πρόκειται για μία ουσία με πολύ σημαντικές βιολογικές δράσεις.

Ειδικά σε περιοχές με αρκετή ηλιοφάνεια, όπως και στη χώρα μας, σημαντικό ποσό της βιταμίνης θεωρείται ότι λαμβάνεται μέσω του ήλιου. Διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την ικανότητα παραγωγής της βιταμίνης στο δέρμα, όπως ο βαθμός έκθεσης στον ήλιο ή η αποφυγή του, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η παρουσία νεφώσεων, η χρήση αντιηλιακής προστασίας, το σκουρόχρωμα δέρμα και η ηλικία. Άτομα που αποφεύγουν συστηματικά την έκθεση στον ήλιο λόγω των κινδύνων της ηλιακής ακτινοβολίας ή λόγω παθήσεων στις οποίες η ηλιακή έκθεση καλό είναι να αποφεύγεται, έχουν αυξημένες ανάγκες πρόσληψης βιταμίνης D. Η εργασία σε κλειστούς χώρους και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η αποφυγή εξωτερικών δραστηριοτήτων, η μεγάλη χρήση αντιηλιακών, η παρουσία μελανίνης στο δέρμα (σκουρόχρωμες επιδερμίδες), η ρύπανση, η πάροδος των χρόνων (ηλικιωμένοι) μπορούν να μειώσουν την παραγωγή της βιταμίνης, ενώ τους θερινούς μήνες η σύνθεσή της είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τους χειμερινούς. Συστήνεται η έκθεση στον ήλιο (πρόσωπο, χέρια-χωρίς αντιηλιακό) για 5-20 λεπτά ως αρκετή σαν μέτρο για την επαρκή παραγωγή της βιταμίνης. Βέβαια, πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη τους κινδύνους της ηλιακής ακτινοβολίας, επομένως η έκθεσή μας καλό είναι να συμβαίνει με προσοχή ή πρωινές ώρες και να αποφεύγονται οι ώρες που ο κίνδυνος εγκαύματος είναι αυξημένος, όπως τις μεσημβρινές ώρες.

Παρότι η πρόσληψη βιταμίνης D δεν εξαρτάται μόνο από τη διατροφή, αλλά προκύπτει και από τον ήλιο, παρατηρείται μια αυξημένη συχνότητα παρουσίας χαμηλών επιπέδων βιταμίνης. Το αν κάποιος παρουσιάζει χαμηλά επίπεδα, διαπιστώνεται μέσω εξέτασης του αίματος (25-υδροξυβιταμίνη D ορού), η οποία συστήνεται εφόσον υπάρχει υποψία για ανεπάρκεια βιταμίνης D. Σε τέτοια περίπτωση ίσως χρειαστεί κάποιο συμπλήρωμα της βιταμίνης, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται μόνο μετά από συνεννόηση με το γιατρό και να τηρείται η δοσολογία και το χρονικό διάστημα της θεραπείας.

diatrofiygeia